- μπιλιάρδο
- Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που, όπως και οι σπόντες, είναι επενδεδυμένη με πλήρως εφαρμοστή πράσινη τσόχα.
Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το μ. ανάγονται στον 16o αι., οπότε παιζόταν στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου αρχικά παιζόταν στο έδαφος και ύστερα, τον 17o αι., έγινε παιχνίδι επιτραπέζιο πιο περίπλοκο, με διάφορα εμπόδια και ονομαζόταν «παιχνίδι των οχυρώσεων».
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους παίζεται το μ.· περιγράφουμε τους πιο διαδεδομένους:
ιταλικό μ. Το ιταλικό μ. απαιτεί τραπέζι με έξι τρύπες, διαμέτρου 72-74 χιλ.· από αυτές οι τέσσερις είναι στις γωνίες και δυο αντικριστά στη μέση από τις δυο μακρύτερες σπόντες. Για να παιχτεί χρειάζονται μπίλιες από ελεφαντόδοντο ή πλαστικό, με διάμετρο 69 χιλιοστών, ένα σφαιρίδιο 18-20 χιλιοστών και πασσαλίσκος, ύψους 20 χιλιοστών περίπου. Το παιχνίδι συνίσταται στην προσπάθεια να χτυπήσει ο κάθε παίκτης με τη δική του μπίλια την μπίλια του αντίπαλου ή το σφαιρίδιο, πάντα σύμφωνα με τους κανόνες κάθε είδους παιχνιδιού, και να τις στείλει ή να συγκρουστούν ελαφρά ή μέσα στις τρύπες ή να ρίξει περισσότερους πασσαλίσκους.
διεθνές μ. ή καραμπόλα. Περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων το ελεύθερο, το πλαίσιο 47, το πλαίσιο 71, το μονόσποντο, το τρίσποντο, το πένταθλο, το καλλιτεχνικό (φαντεζί) κλπ. Το διεθνές μ. ή καραμπόλα παίζεται σε τραπέζι χωρίς τρύπες, με τρεις μπίλιες των ίδιων διαστάσεων (από τις οποίες η μία είναι λευκή, η άλλη κόκκινη και η τρίτη επίσης λευκή, αλλά σημαδεμένη στους δύο πόλους με μαύρη κουκίδα), που έχουν διάμετρο 61-61,5 χιλιοστών. Παίζεται από δύο παίκτες, κάθε ένας από τους οποίους προσπαθεί να κάνει περισσότερες καραμπόλες, δηλαδή να χτυπήσει με την μπίλια του τις δυο άλλες, τηρώντας τόσο τους γενικούς κανόνες του παιχνιδιού όσο και τους ειδικούς κανόνες κάθε κατηγορίας παιχνιδιού.
Για να παιχτούν τόσο το ιταλικό, όσο και το διεθνές μ., είναι απαραίτητη η στέκα, μια ράβδος από ξύλο μελικοκιάς, πλαστικό ή μέταλλο, που όσο προχωρεί από τη βάση προς την κορυφή λεπταίνει,· γενικά έχει μήκος 1,45 μ. και η άκρη της είναι επενδεδυμένη με δέρμα, και χρησιμεύει για το χτύπημα της μπίλιας και τη μετάδοση σ’ αυτήν της επιθυμητής δύναμης και κατεύθυνσης. Μερικά όμως είδη μ. παίζονται χωρίς στέκα και οι παίκτες εκσφενδονίζουν με τα χέρια τους τις μπίλιες ή τη μικρή σφαίρα. Μεταξύ αυτών είναι και η «μποτσέτα», που παίζεται πάνω σε τραπέζι κατά τον ιταλικό τρόπο· το είδος αυτό, εκτός από την απουσία στέκας, διαφέρει από τα άλλα και στη διάμετρο που έχουν οι μπίλιες («μποτσέτες»), και η μικρή σφαίρα, που είναι αντίστοιχα 54-58 χιλιοστά και 48-50 χιλιοστά.
τεχνική του παιχνιδιού. Η ικανότητα του παίκτη σε όλα τα είδη μ. συνίσταται στο να χτυπήσει την μπίλια με τη στέκα και να την εκσφενδονίσει έτσι ώστε να της μεταδώσει καθορισμένη ταχύτητα και ακριβή κατεύθυνση. Η χρησιμοποίηση της στέκας απαιτεί ειδική τεχνική. Η μπίλια που χτυπιέται στο κέντρο της με την άκρη της στέκας προχωρεί σε ευθεία γραμμή· αν χτυπηθεί στο κάτω μέρος, διατρέχει ευθεία γραμμή, παίρνοντας όμως περιστροφική κίνηση (που λέγεται «εφέ»), αντίθετη προς την κανονική. Ανάλογα με τη δύναμη του «εφέ», που ο παίκτης κατόρθωσε να της προσδώσει, αφού κτυπήσει την μπίλια του αντιπάλου ή τη μικρή μπίλια σταματάει (χτύπημα σταματήματος - αμορτί) ή γυρίζει πίσω (εφέ παλινδρόμησης ή εφέ ντε ρεκόλ). Αντίθετα, αν χτυπηθεί στο κέντρο και επάνω («κεφαλοχτύπημα»), διατρέχει πάντα ευθεία γραμμή, που τη συνεχίζει και αφού προσκρούσει στην μπίλια του αντιπάλου ή στη μικρή σφαίρα. Αν η μπίλια χτυπηθεί δεξιά, παρεκκλίνει προς τα δεξιά, ακολουθώντας καμπύλη γραμμή· αν χτυπηθεί αριστερά, παρεκκλίνει προς τα αριστερά, ακολουθώντας πάντα καμπύλη γραμμή. Στις δύο αυτές περιπτώσεις, αφού προσκρούσει στην μπίλια του αντιπάλου ή στη μικρή σφαίρα ή σε σπόντα, απομακρύνεται από αυτές, διαγράφοντας γωνία μεγαλύτερη ή μικρότερη από τη γωνία πρόσκρουσης. Τέλος, αν χτυπηθεί στην κορυφή (κατακόρυφο χτύπημα), με τη στέκα σχεδόν κάθετη, κάνει πραγματικό πήδημα, που της επιτρέπει να ξεπεράσει το εμπόδιο χωρίς να προσκρούσει σ’ αυτό. Οι κινήσεις αυτές, που μπορεί να φαίνονται απλές συνέπειες επιδεξιότητας των χεριών, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τη λύση περίπλοκων φυσικομαθηματικών προβλημάτων. Πραγματικά, τα προβλήματα αυτά προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων και έγιναν η αιτία ενός έργου ορθολογικής μηχανικής (Μαθηματική θεωρία του μπιλιάρδου - Theorie mathematique du jeu de billard, 1835) στο οποίο ο Γάλλος μαθηματικός Γκιστάβ Γκασπάρ ντε Κοριολί εξηγεί τα εφικτά χτυπήματα με μπίλια και στέκα, προσδιορίζοντας τους σχετικούς νόμους τους.
Το μ. ελέγχεται διεθνώς από τη FIBA (Διεθνή Ομοσπονδία Φιλάθλων Μπιλιάρδου), που εδρεύει στο Παρίσι και συγκροτείται από τις ομοσπονδίες κάθε χώρας.
Τρόποι χτυπήματος με στέκα.
Το μπιλιάρδο διαδόθηκε στην Ευρώπη το 17o και 18o αι.
* * *τοπαιχνίδι που παίζεται σε μεγάλο τραπέζι, ντυμένο με τσόχα, με μπίλιες τις οποίες οι παίκτες χτυπούν με μακριές ξύλινες ράβδους, τις στέκες, αλλ. σφαιριστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bi(g)liardo (πρβλ. αγγλ. billiards, γαλλ. billard) < bi(g)lia (βλ. λ. μπίλια)].
Dictionary of Greek. 2013.